τεντώνομαι

τεντώνομαι
τεντώνομαι, τεντώθηκα, τεντωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανακλαδίζομαι — 1. εκτείνω τα μέλη τού σώματος μου ένεκα κοπώσεως, ατονίας ή αδιαθεσίας, τεντώνομαι 2. κάθομαι οκλαδόν, σταυροπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κλαδίζομαι < κλαδί. ΠΑΡ. ανακλάδισμα, ανακλαδισμός, ανακλαδιστός] …   Dictionary of Greek

  • διατονούμαι — διατονοῡμαι ( όομαι) (Μ) [διάτονος] τεντώνομαι, δεν έχω τα μέλη τού σώματος μου χαλαρά («χασμῶνται oἱ νοσοῡντες και διατονοῡνται») …   Dictionary of Greek

  • επεντείνω — ἐπεντείνω (Α) 1. εντείνω τις δυνάμεις μου, βάζω τα δυνατά μου («μὴ νῡν ἀνῶμεν, ἄλλ ἐπεντείνωμεν ἀνδρικώτερον», Αριστοφ.) 2. (για διάδοση) εξαπλώνομαι («φήσει τὸ πρᾱγμα βοᾱσθαι γὰρ ἐν τῆ πόλει καὶ λόγον ἐπεντείνειν», Θεόφρ.) 3. μέσ. τεντώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ερέσσω — (Α ἐρέσσω και αττ. τ. ἐρέττω) [ερέτης] κωπηλατώ, τραβώ κουπί, θέτω κάποιο σκάφος σε κίνηση με κουπιά αρχ. 1. κινούμαι γρήγορα κωπηλατώντας 2. (ενεργ. και παθ.) κινώ γρήγορα, θέτω σε γρήγορη κίνηση («πτερύγων ἐρετμοῑσιν ἐρεσσόμενοι» προχωρούν… …   Dictionary of Greek

  • κατατείνω — (Α κατατείνω) 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι πολύ ή προς τα κάτω 2. ρέπω προς κάτι, κατευθύνομαι, αποκλίνω, έχω τάση να φθάσω κάπου, αποβλέπω αρχ. 1. σύρω, έλκω κάτι με δύναμη («κατὰ δ ἡνία τεῑνεν ὁπίσσω», Ομ. Ιλ.) 2. (για εξαρθρωμένα οστά) εκτείνω για …   Dictionary of Greek

  • ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… …   Dictionary of Greek

  • παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… …   Dictionary of Greek

  • περιτείνω — ΜΑ [τείνω] 1. τεντώνω και απλώνω κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι 2. παθ. περιτείνομαι α) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύ β) (για νερό) εξαπλώνομαι («τοῡ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», Αριστοτ.) γ) καλύπτομαι ολόγυρα από κάτι που είναι τεντωμένο… …   Dictionary of Greek

  • προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… …   Dictionary of Greek

  • σκορδινώμαι — άομαι και ιων. τ. έομαι, Α (αποθ.) 1. (κυρίως για πρόσ. που μόλις έχουν ξυπνήσει ή και για πρόσ. που αισθάνονται ανία) τεντώνω τα άκρα τού σώματός μου, τεντώνομαι και χασμουριέμαι συγχρόνως 2. έχω τάση για εμετό, ζαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”